- λατινισμός
- ο1. η μίμηση των Λατίνων.2. ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης στη λατινική γλώσσα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λατινισμός — ο 1. η μίμηση τών Λατίνων 2. το σύνολο τών Λατίνων 3. η αποδοχή τού θρησκευτικού δόγματος τών Λατίνων, ο Ρωμαιοκαθολικισμός 4. ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης που απαντά ή προσιδιάζει στη λατινική γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ.… … Dictionary of Greek